- συοφόρβιον
- σῠοφόρβ-ιον, τό,A herd of swine, Arist.HA571b19, D.H.1.79, Hsch.:—on the form, v.An.Ox.2.309.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συοφόρβιον — και συφόρβιον, τὸ, Α [συοφορβός] αγέλη χοίρων … Dictionary of Greek
συοφορβίων — συοφόρβιον herd of swine neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συοφόρβια — συοφόρβιον herd of swine neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συφόρβιον — τὸ, Α βλ. συοφόρβιον … Dictionary of Greek